Η επίδραση του σακχαρώδους διαβήτη στη σεξουαλική λειτουργία αντρών και γυναικών
Ο κυριότερος λόγος για τον οποίο ο διαβήτης αποτελεί τον κακό πρωταγωνιστή στη σημερινή ιατρική και κοινωνική πραγματικότητα είναι οι οδυνηρές συνέπειες που επιφέρει όταν δεν ρυθμίζεται. Οι οδυνηρές αυτές συνέπειες αποτελούν τις χρόνιες επιπλοκές του σακχαρώδους διαβήτη
Είναι πλέον γνωστό και τεκμηριωμένο ότι ο διαβήτης είναι το πρώτο αίτιο τύφλωσης των ενηλίκων, το πρώτο αίτιο μη τραυματικών ακρωτηριασμών των κάτω άκρων, το πρώτο αίτιο νεφρικής ανεπάρκειας που απαιτεί αιμοκάθαρση, το κυριότερο αίτιο εμφράγματος και εγκεφαλικού επεισοδίου. Μια συχνή επίσης επιπλοκή του διαβήτη στους διαβητικούς άντρες είναι η στυτική δυσλειτουργία, μια δυσλειτουργία που μπορεί να οδηγήσει σε σεξουαλική ανικανότητα.
Τα τελευταία όμως χρόνια τόσο οι πρόοδοι στη διαγνωστική έρευνα και την κατανόηση των υποκείμενων μηχανισμών της στύσης όσο και οι νέες θεραπευτικές εξελίξεις και προσεγγίσεις έχουν οδηγήσει σε πιο θαρρετή, αισιόδοξη και επικοινωνιακή στάση ζωής το διαβητικό άτομο με το πρόβλημα στύσης.
Δυσλειτουργία της στύσης: Πόσο συχνή είναι;
Οι κλινικές εκδηλώσεις της στυτικής δυσλειτουργίας εμφανίζονται νωρίτερα σε διαβητικούς απ' ό,τι στο γενικό πληθυσμό, ενώ η πιθανότητα ανάπτυξης στυτικής δυσλειτουργίας είναι τριπλάσια σε διαβητικούς ηλικίας 40 -70 χρόνων απ' ό,τι σε μη διαβητικούς.
Πού οφείλεται η στυτική δυσλειτουργία στο Σ.Δ.;
Η βασική αιτία της στυτικής δυσλειτουργίας είναι η ανατροπή της ισορροπίας μεταξύ συστολής και χάλασης του λείου μυϊκού ιστού των σηραγγωδών αρτηριών, μεταξύ δηλαδή αγγειοδιαστολής και αγγειοσύσπασης.
Στο σακχαρώδη διαβήτη παρατηρείται συχνά (έως και στο 40% των διαβητικών ατόμων) νευροπάθεια του αυτόνομου νευρικού συστήματος (ΑΝΣ). Πρόκειται για κατάσταση με συγκεκριμένη σημειολογία που η συχνότητά της αυξάνεται με τη διάρκεια του διαβήτη και σε διαβητικούς ασθενείς με περιφερική νευροπάθεια, αμφιβληστροειδοπάθεια, ιστορικό εμφράγματος είναι πλέον συχνή. Η νευροπάθεια του ΑΝΣ οδηγεί σε ανισορροπία μεταξύ παρασυμπαθητικού και συμπαθητικού νευρικού συστήματος, δυσλειτουργία κύρια του παρασυμπαθητικού, μειωμένη αγγειοδιαστολή των σηραγγωδών αρτηριών, μειωμένη στύση.
Στο σακχαρώδη διαβήτη παρατηρείται επίσης συχνά αγγειοπάθεια, και συγκεκριμένα μακροαγγειοπάθεια (αθηρωμάτωση των μέσου και μεγάλου εύρους αρτηριών) και μικροαγγειοπάθεια. Οι αθηρωματικές αλλοιώσεις των αγγείων του πέους έχουν ως συνέπεια τον περιορισμό της αρτηριακής παροχής στα σηραγγώδη σώματα και εμφάνιση στυτικής δυσλειτουργίας. Βέβαια, για να συμβεί στυτική δυσλειτουργία από αγγειοπάθεια πρέπει να υπάρχουν βαρύτατες, εκτεταμένες διάχυτες αθηρωματικές αλλοιώσεις, κατάσταση όχι συχνή στο Σ.Δ.
Ο Σ.Δ. επίσης οδηγεί σε δυσλειτουργία του ενδοθηλίου των αγγείων, με αποτέλεσμα μειωμένη παραγωγή ΝΟ, που είναι, όπως αναφέρθηκε, ισχυρή αγγειοδιασταλτική ουσία.
Η παρουσία στυτικής δυσλειτουργίας είναι δυνατόν να αποτελέσει προγνωστικό δείκτη σιωπηλής ισχαιμίας του μυοκαρδίου στα άτομα με σακχαρώδη διαβήτη.
Τέλος, είναι αυξημένη η ψυχογενής δυσλειτουργία που οδηγεί σε στυτική δυσλειτουργία στα άτομα με Σ.Δ. Είναι γνωστό και τεκμηριωμένο ότι, λόγω της χρόνιας νόσου και των συνεπειών της, οι διαβητικοί παρουσιάζουν αυξημένα ποσοστά κατάθλιψης και αγχωδών διαταραχών, καταστάσεις που μπορούν πρωτογενώς να προκαλέσουν στυτική δυσλειτουργία.
Πώς γίνεται ο έλεγχος, η διερεύνηση της στυτικής δυσλειτουργίας στο διαβητικό ασθενή;
Το άτομο με Σ.Δ. θα πρέπει πρώτα να συνεργαστεί με τον προσωπικό του γιατρό, το διαβητολόγο του. Να συζητήσει για τους διαφόρους παράγοντες που ευνοούν την εκδήλωση της στυτικής δυσλειτουργίας (φάρμακα, καπνός, αλκοόλ, ψυχολογικοί παράγοντες κ.λπ.). Να βοηθήσει στη λήψη σεξουαλικού ιστορικού από το γιατρό (πρόσφατη στυτική δυσλειτουργία, δι-αλείπουσα ή από παλιά, χαρακτήρες δυσλειτουργίας, αν υπάρχουν νυχτερινές στύσεις ή όχι, αν σχετίζεται ή όχι με εξάρσεις απορυθμίσεων του διαβήτη κ.λπ.).
Τέλος, να υποβληθεί σε εργαστηριακή διερεύνηση που περιλαμβάνει:
- την εκτίμηση της μεταβολικής ρύθμισης (σάκχαρο, HBA1C).
- την εκτίμηση της νεφρικής λειτουργίας.
- τον έλεγχο ύπαρξης μακροαγγειοπάθειας (ΗΚΓ/μα, φυσήματα καρωτίδων, κνημοβραχιόνιος δείκτης).
- την διερεύνηση για νευροπάθεια του ANΣ. Η διερεύνηση αυτή γίνεται με τις διάφορες ειδικές δοκιμασίες (απώλεια διακύμανσης καρδιακού ρυθ-ού κατά τη διάρκεια βαθιών εισπνοών, μέτρηση διαφοράς καρδιακής συχνότητας από ύπτια σε ορθία θέση, μέτρηση αρτηριακής πίεσης σε ορθία θέση, δοκιμασία Volsalva κ.λπ.).
- Τον ειδικό εκσεσημασμένο αιμοδυναμικό έλεγχο (εάν απαιτείται), που περιλαμβάνει:
- τη μέτρηση του βραχιονοπεϊκού δείκτη πίεσης.
- το Doppler υπερηχογράφημα των σηραγγωδών αρτηριών.
- τη δυναμική σηραγγομετρία, σηραγγογραφία.
Είναι αποτελεσματική η φαρμακευτική αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας του Σ.Δ. και ποια είναι αυτή;
Από 5ετίας έχει προσελκύσει ιδιαίτερα το ενδιαφέρον του ιατρικού κόσμου, αλλά και της κοινής γνώμης, η κυκλοφορία φαρμακευτικών ουσιών που υποβοηθούν ουσιαστικά τη στυτική δυσλειτουργία.
Οι ουσίες αυτές είναι βασικά εκλεκτικοί αναστολείς του 5ου ισοενζύμου της φωσφοδιεστεράσης (PPES), με αποτέλεσμα αποκατάσταση της αγγειοδιαστολής των σηραγγωδών αρτηριών και άρα της στύσης, με την προϋπόθεση, βέβαια, της σεξουαλικής διέγερσης (χωρίς διέγερση δεν υπάρχει δράση των φαρμάκων αυτών).
Οι δύο από αυτές τις ουσίες, η σιλδεναφίλη (Viagra) και η βαρδεναφίλη (Levitra), έχουν ταχεία δράση, ενώ η τρίτη φαρμακευτική ουσία, η ταδαλαφίλη (Cialis), έχει 24ωρη διάρκεια δράσης. (βλ. Πίνακα 2)
Αναστολείς PDE-5 Φαρμακοκινητικές παράμετροι | |||
Παράμετροι | βαρδεναφίλη | σιλδεναφίλη | ταδαλαφίλη |
Τ ΜΑΧ (3 ώρες) (Μέση τιμή) |
1 | 1 | 2 |
Τ 1/2 (ώρες) | 4-5 | 3-5 | 17.5 |
Δέσμευση με πρωτεΐνες στο πλάσμα | 95 | 96 | 94 |
Μεταβολίζονται στο ήπαρ από το κυττόχρωμα (CYP) 3A4 | CYP 3A4 | CYP 3A4 | CYP 3A4 |
Απέκριση Κόπρανα /ούρα % |
91-95/2-6 | 80/13 | 61/36 |
1. Klotz, et al. Pharmacothrapy 2002; 22 418 2. Sildenafil product monograph 3. Porst. UIR 2002; 14 (Suppl 1); S57 -S64 |
|||
Πίνακας 2 |
Παρουσιάζεται σεξουαλική δυσλειτουργία στις διαβητικές γυναίκες;
Με την ενδεχόμενη δυσλειτουργία στις γυναίκες με σακχαρώδη διαβήτη πολύ λιγότερο έχει ασχοληθεί η έρευνα, με αποτέλεσμα και τα υπάρχοντα δεδομένα να μην είναι ιδιαίτερα αποφασιστικά. Σε αυτό συμβάλλει και το γεγονός ότι δεν υπάρχει ένας ευρέως αποδεκτός και «στανταρισμένος» προσδιορισμός της γυναικείας σεξουαλικής δυσλειτουργίας, υπάρχει σχετική απουσία καλά επικυρωμένων μεθόδων μέτρησης και αξιολόγησης της δυσλειτουργίας αυτής, ενώ υπάρχουν και κοινωνικά «ταμπού» αναφορικά με τη γυναικεία σεξουαλικότητα.
Πάντως, από μερικές κλινικές έρευνες τεκμαίρεται ότι υπάρχει σχετικά υψηλός επιπολασμός σεξουαλικής δυσλειτουργίας στις γυναίκες με Σ.Δ. (π.χ. 27% σε γυναίκες με Σ.Δ. Ι και μέση ηλικία 38 έτη).
Η σεξουαλική δυσλειτουργία στις γυναίκες με Σ.Δ. εκφράζεται με διάφορα συμπτώματα όπως: απώλεια του σεξουαλικού ενδιαφέροντος και επιθυμίας, δυσκολία διέγερσης, δυσκολίες κολπικής ύγρανσης, πόνος κατά τη συνουσία (δυσπαρευνία) και απώλεια της ικανότητας οργασμού.
Σε πρόσφατη μελέτη που βαθμονομήθηκε η σεξουαλική δυσλειτουργία σε διαβητικές γυναίκες συγκρίθηκε με εξομοιωμένες σε ηλικία μη διαβητικές και φάνηκε ότι οι διαβητικές παρουσίαζαν σημαντικά χειρότερη σεξουαλική λειτουργία σε όλες τις επιμέ- ρους πτυχές της δυσλειτουργίας αυτής. Στη γενόμενη δε πολυπαραγοντική ανάλυση δείχτηκε ότι η ηλικία και η διάρκεια του διαβήτη ήταν οι ανεξάρτητα σχετιζόμενοι παράγοντες με τη δυσλειτουργία αυτή.
Σε άλλη, πολύ καλά οργανωμένη, μελέτη (καίτοι cross sectional μελέτη), που είναι ίσως η πλέον σημαντική στο θέμα αυτό από την ομάδα της DCCT – EDIC study: διαπιστώθηκε επιπολασμός σεξουαλικής δυσλειτουργίας 35% στο δείγμα που ελέγχθηκε.
Ο πληθυσμός της EDIC που εντάχθηκε στην μελέτη ήταν 652 γυναίκες με Σ.Δ. τύπου Ι (αφού αποκλείστηκαν οι μη ενεργείς σεξουαλικά) και η μέση ηλικία ήταν 43 έτη. Για την εκτίμηση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας χρησιμοποιήθηκε η πλέον αποδεκτή μέθοδος μέτρησης, η FSFI: Female Sexual Function Index. Διαπιστώθηκε ότι μεταξύ των γυναικών με σεξουαλική δυσλειτουργία το 57% παρουσίαζε απώλεια libido, 51% προβλήματα οργασμού, 47% δυσκολίες κολπικής ύγρανσης σε δυσπαρευνία.
Στη μονοπαραγοντική ανάλυση ελέγχθηκε θετική συσχέτιση μεταξύ σεξουαλικής δυσλειτουργίας και ηλικίας, συζυγικού status (οι παντρεμένες παρουσίαζαν θετική συσχέτιση), status εμμηνόπαυσης (οι μετεμμηνοπαυσιακές παρουσίαζαν θετική συσχέτιση), μικροαγγειοπάθειας και κατάθλιψης.
Στην πολυπαραγοντική ανάλυση ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου παρέμειναν η κατάθλιψη και το συζυγικό status.
Φαίνεται, λοιπόν, ότι η σεξουαλική λειτουργία στις διαβητικές γυναίκες επηρεάζεται πολύ περισσότερο από ψυχολογικούς παράγοντες και επιδράσεις (π.χ. κατάθλιψη) παρά από τη μεταβολική ρύθμιση ή τις χρόνιες επιπλοκές της νόσου. Το μοντέλο συσχέτισης καρδιαγγειακών επιπλοκών και αυτόνομης νευροπάθειας με τη σεξουαλική δυσλειτουργία στους διαβητικούς άντρες δεν φαίνεται να έχει ιδιαίτερη ισχύ στις γυναίκες. Οι ψυχολογικοί παράγοντες –και ιδιαίτερα η κατάθλιψη– ενοχοποιούνται κυρίως για τη συμπτωματολογία της σεξουαλικής δυσλειτουργίας στις διαβητικές γυναίκες. Αυτό έδειξαν και οι άλλες μικρές μελέτες που διερεύνησαν το θέμα αυτό.
Το ενδιαφέρον, βέβαια, ερώτημα είναι εάν η αντιμετώπιση, η βελτίωση της καταθλιπτικής συμπτωματολογίας συμβάλλει σε αντίστοιχη βελτίωση της σεξουαλικής δυσλειτουργίας. Απάντηση στο ερώτημα αυτό προς το παρόν δεν υπάρχει, γιατί λείπουν αντίστοιχες μελέτες που θα το διερευνούν.
Πάντως, τα δεδομένα μας δείχνουν ότι η σεξουαλική δυσλειτουργία στις διαβητικές γυναίκες είναι πλέον ένα υπαρκτό και σημαντικό πρόβλημα με το οποίο πρέπει η ιατρική κοινότητα να ασχοληθεί. Ένα πρόβλημα που απαιτεί μάλλον ψυχολογική προσέγγιση και διαπροσωπική σχέση παρά φαρμακοθεραπεία και ατέλειωτη σειρά εξετάσεων.
Συμπέρασμα
Στο φως των νέων δεδομένων η στυτική δυσλειτουργία στο άτομο με σακχαρώδη διαβήτη δεν είναι πλέον μια κατάσταση που προκαλεί απόγνωση, απελπισία και απόσυρση στο άτομο που ενδεχόμενα θα παρουσιαστεί. Είναι κατάσταση που είναι δυνατόν να προληφθεί, να ελεγχθεί κατάλληλα και –το κυριότερο– να αντιμετωπιστεί αποφασιστικά.
Παρόμοια και η υπαρκτή πλέον σεξουαλική δυσλειτουργία στη γυναίκα με διαβήτη είναι προσεγγίσιμη και αντιμετωπίσιμη.
Αποφασιστικός παράγοντας της ορθής αντιμετώπισης των διαταραχών αυτών είναι η διαπροσωπική και υποστηρικτική σχέση θεραπευτή και θεραπευομένου και, βέβαια, η αποτελεσματική γλυκαιμική ρύθμιση.
Απόσπασμα από το νέο βιβλίο του Ανδρέα Μελιδώνη «Σακχαρώδης Διαβήτης 2010 – Σύγχρονες Προσεγγίσεις σε θέματα αιχμής»
Σακχαρώδης Διαβήτης. τεύχος 27
Ανδρέας Μελιδώνης
Παθολόγος – Διαβητολόγος
Πρόεδρος Ελληνικής Διαβητολογικής Εταιρείας